ἁληγός

ἁληγός
ἁλ-ηγός, Salz führend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αληγός — ἁληγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει αλάτι («ἁληγὰ πλοῑα», Πλούταρχος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς, ἁλός «αλάτι» + ηγός < ἄγω] …   Dictionary of Greek

  • ἁληγά — ἁληγός carrying salt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁληγῶν — ἁληγός carrying salt masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”